исследовать - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

исследовать - translation to Αγγλικά


исследовать      

см. тж. вести исследования; изучать; осматривать; рассматривать


• Now let us use the methods of quantum mechanics to attack the hydrogen-atom problem.


• The physicist can probe an atomic nucleus whenever laboratory apparatus is available.


• This enabled the scientists to probe the floor of every ocean except the Arctic.


• Four-component hydrocarbon mixtures have been examined (or investigated, or studied).


• They explored the possibility of X-ray fluorescence.

исследовать      
v.
investigate, analyze, trace
investigate         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Investigative report; Investigate; Investigating; Investigation (disambiguation); Investigations (disambiguation); Investigations; Invst; Investigative report (disambiguation); Investigative technique
исследовать

Ορισμός

исследовать
несов. и сов. перех.
1) Подвергать научному изучению.
2) Внимательно, тщательно осматривать кого-л., что-л., знакомиться с чем-л. для выяснения, изучения чего-л.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για исследовать
1. - Гражданская война - это огромная тема, которую еще исследовать и исследовать.
2. Корреспонденты "Итогов" отправились исследовать подземелья.
3. Вы любите экспериментировать, исследовать, теоретизировать.
4. Необходимо исследовать современное состояние общества.
5. - Будем исследовать специальные клетки - эпителии.
Μετάφραση του &#39исследовать&#39 σε Αγγλικά